- ξενίζει
- ξενίζωreceivepres ind mp 2nd sgξενίζωreceivepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έστωρ — (I) (Α ἕστωρ, ὁ) νεοελλ. μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή τού κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων αρχ. πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ όπου διέρχονται τα… … Dictionary of Greek
εκκεντρικός — ή, ό 1. (για σημείο) αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο ή σε απόσταση από το κέντρο 2. (για άνθρ.) αυτός που δεν κρίνει ή δεν συμπεριφέρεται με τους συνήθεις τρόπους αλλά έχει ιδιομορφία, η οποία συνήθως ξενίζει τους πολλούς … Dictionary of Greek
ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… … Dictionary of Greek
φιλαρία — (wuchereria). Κοινή ονομασία νηματοειδών σκωλήκων, που ανήκουν στην ομάδα των νηματωδών, οι οποίοι παρασιτούν σε διάφορα σπονδυλωτά, ανάμεσα στα οποία και ο άνθρωπος. Η φ. η μπανκρόφτεια είναι είδος της τάξης των φιλαριοειδών, διαδεδομένη σε όλες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άστρους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους στεγάζεται στη Σχολή Καρυτσιώτη, στο χώρο όπου το 1823 πραγματοποιήθηκε η Β’ Εθνοσυνέλευση των επαναστατημένων Ελλήνων. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από την περιοχή του Άστρους και κυρίως από την περιοχή της … Dictionary of Greek